- παρακούω
- ΝΜΑ1. ακούω άλλο αντί άλλου, ακούω κάτι διαφορετικά από ό,τι λέγεται, ακούω κάτι εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», Πλάτ.)2. αντιλαμβάνομαι πλημμελώς, παρανοώ3. επιδεικνύω απείθεια, ανυπακοή σχετικά με εντολή που μού δόθηκε, απειθώαρχ.1. πληροφορούμαι κάτι τυχαία, από φήμες2. μόλις ακούω κάποιον να λέει κάτι, μόλις παίρνουν τ' αφτιά μου κάτι («παρακούσας τοῡ δεσπότου προδραμών... ἀπέρχεται», Λουκ.)3. ακούω χωρίς να προσέχω, αδιάφορα4. (κατ' επέκτ.) αδιαφορώ για κάτι («παρακούειν τῶν γραφομένων», Πολ.)5. προσποιούμαι ότι δεν ακούω, κωφεύω6. παθ. παρακούομαιπεριφρονούμαι, δεν εισακούομαι.
Dictionary of Greek. 2013.